- σαϊτεύω
- σαϊτεύω και σαγιτεύω σαΐτεψα, σαϊτεύτηκα, σαϊτεμένος1. σημαδεύω και χτυπώ με σαΐτα.2. μτφ., ρίχνω ερωτικά βέλη: Μάτια που σαϊτεύουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.